- παρεμβολή
- (Μαθημ.). Με αφορμή διάφορα προβλήματα των εφαρμογών (πειραματικές επιστήμες, στατιστική) τίθεται πολλές φορές το εξής (μαθηματικό) πρόβλημα: ζητείται μια συνάρτηση f μιας μεταβλητής x από το ότι για ν + 1 διαφορετικές μεταξύ τους τιμές x1, x2...., xν + 1 της χ η f παίρνει για τιμές της τις ψ1, ψ2, ..., ψν+1. Το πρόβλημα αυτό λέμε ότι είναι ένα πρόβλημα π. Αν περιορίσουμε την απαίτησή μας σχετικά με τη «φύση» της f και ζητήσουμε, ειδικότερα, ένα πολυώνυμο f ν-βαθμού με την προηγούμενη ιδιότητα (f(x1) = ψi διά i = 1, 2, ..., ν + 1) τότε αποδεικνύεται ότι το πρόβλημα έχει μία (και μόνο) λύση, το εξής πολυώνυμο:
Το πολυώνυμο f ονομάζεται το πολυώνυμο-λύση του προβλήματος π. που θέσαμε. Ο προηγούμενος τύπος είναι γνωστός ως τύπος παρεμβολής του Λαγκράνζ. Ένα ανάλογο, γενικότερο πρόβλημα π. μπορεί να τεθεί αν η συνάρτηση που ζητάμε είναι μια συνάρτηση περισσότερων από μία μεταβλητών. Σε ένα πρόβλημα π. πολλές φορές δεν ζητάμε πολυωνυμική λύση, αλλά μια λύση που προσεγγίζει την άγνωστη συνάρτηση όσο γίνεται πιο πολύ.
* * *η, ΝΑ [παρεμβάλλω]1. εισαγωγή ή τοποθέτηση προσώπου ή πράγματος ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα2. (αθλητ.) παλαιστικό τέχνασμα με το οποίο καταρρίπτεται ο ένας από τους δύο παλαιστές με την εμπλοκή τών ποδιών τού αντιπάλου του ανάμεσα στα πόδια του, τρικλοποδιάνεοελλ.1. παρέμβαση, επέμβαση, μεσολάβηση2. παρεισαγωγή, προσθήκη3. (ηλεκτρον.) ηλεκτρομαγνητικό φαινόμενο που μπορεί να προκαλέσει ανωμαλίες στην λειτουργία ραδιοηλεκτρικών κυρίως συσκευών ή να αναμίξει ενοχλητικούς θορύβους στην έξοδο τού φωνητικού τους σήματος4. μαθ. προσεγγιστική μέθοδος υπολογισμού αριθμητικών τιμών οι οποίες βρίσκονται μεταξύ γνωστών τιμών5. (πυροβολ.) η κατάσταση κατά την οποία ο επίγειος στόχος έχει τελικά βρεθεί μεταξύ τών σημείων πτώσης τών βλημάτων δύο διαδοχικών βολών πυροβολικού6. (ψυχολ.) η τάση κατά την οποία ο άνθρωπος μεταφέρει και αποδίδει στα πράγματα ψυχικές καταστάσεις και ενέργειες, τις οποίες ερμηνεύει κατ' αναλογίαν τών δικών του ψυχικών καταστάσεων και βουλητικών ενεργειώννεοελλ.-μσν.πληθ. οι (αἱ) παρεμβολές(-αί)προσθήκες ή μεταβολές τις οποίες είχαν επιφέρει οι συντάκτες τού Πανδέκτη τού Ιουστινιανούαρχ.1. παράταξη στρατού σε γραμμή μάχης2. στρατιωτική τακτική εισαγωγής ανδρών στις τάξεις τού στρατεύματος3. ομάδα στρατιωτών4. στρατοπέδευση5. στρατιωτικό κατάλυμα, στρατώνας6. παράπηγμα7. παρεξειρεσία*.
Dictionary of Greek. 2013.